- διετήρων
- δι-ετήρων, ον, gen. ονος, = sq.,A
μόσχος Epigr.Gr.1035.21
(Pergam.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μόσχος Epigr.Gr.1035.21
(Pergam.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διετήρονος — διετήρων gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)